Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Ο εφιάλτης μου

Διαβάζοντας το ποστακι για το πάθημα της Νιόβης,
http://niobh.blogspot.com/
θυμήθηκα την πιο φρικτή μου εμπειρία σαν μάνα.
Πολλές φορες το θυμαμαι σαν εφιαλτη τα βραδυα και δεν μπορώ να κλείσω μάτι.
Πριν επτα χρόνια περιπου,μέναμε στην ιδια οικοδομή με τα πεθερικά μου.
Εμείς στον πρώτο όροφο,αυτοί στον δευτερο,
και στον τρίτο έμεναν τότε ενα ζευγαρι απο την Θεσσαλονίκη, καλοί ανθρωποι, γυρω στα 55χρ.
Ιδιόκτητη η οικοδομή λοιπον, και στην πόρτα μας δεν εμπαινε κλειδί.
Ασε που νομιζω δεν κλείδωνε απο βλάβη.
Τα πιτσιρικια ανεβοκατέβαιναν, όποτε γούσταραν γιαγιά και επεστρεφαν όταν βαριόντουσαν.
Η μικρή μου, ηταν δύο χρονων.
Εκείνο τον χειμώνα, έκανε τρομερή παγωνιά.
Ειχε φτασει το θερμόμετρο -20 μεσα στην πόλη.
Χιόνια παντού.
Κυριακή πρωί και καθώς είμαι λάτρης του υπνου,
εκμεταλευτηκα το γεγονος της απουσίας του Ν. και της μεγαλης κόρης,
και την έπεσα στα μαλακα μου παπλωματάκια για ένα εξτρα ευεργετικό βύθισμα.
Εξω το τσουχτερό κρύο, δεν παιζόταν.
Χωρίς να ακούσω κανέναν θόρυβο,ισως το ενστικτο,
πετάγομαι απο το κρεβατι μου και τρέχω προς το δωματιο της μικρής.
Πρωτο σοκ.Το παιδί δεν ηταν εκει.
Τρεχω την γελοία αποσταση των δυο μέτρων ως το αλλο δωματιο, το καθηστικό.
Τίποτα και κει.
Αλαφιασμένη αρπαζω με δύναμη το πόμολο της πόρτας και πεταγομαι στον διάδρομο.
Το μωρό μου, ηταν εξω, στα σκαλιά,
και με το ανοιγμα της πόρτας τρόμαξε κιόλας, και αρχισε να τρεχει πανικόβλητο
προς τα πάνω.
Ηταν ξυπόλητο, με ενα πολύ ελαφρυ πιζαμακι(απο μικρο δεν φοραει ποτε χοντρα ρούχα, ειδικά στον ύπνο της),
οι μύξες ετρεχαν απο τη μυτούλα και μπερδευοταν με τα δάκρυα, και κλάμματα κλάμματα...
τα οποία, δεν ειχα καν ακούσει, μεσα στο σπίτι, και στον βαρύ μου υπνο.
Προφανώς το παιδί ξύπνησε καποια στιγμή,
θα ήρθε στο δωματιο μου, μπορεί και οχι,
εγω στην κοσμαρα μου,
και ανοιξε την πορτα να παει στην γιαγια.
Ελα όμως που η γιαγια έλειπε στο χωριό!
Εκεί πιστευω οτι εχασε τον προσανατολισμό της, και ανέβηκε πιο πάνω, στον τρίτο.
Και για κακή μας τύχη ελειπε και το ζευγαρι του τρίτου.
Φανταζομαι θα χτυπούσε τις πόρτες μια του δευτερου και μια του τριτου,
γιατί αν χτυπουσε σε μενα , δεν μπορει, θα την ακουγα.
Μπερδεμενο και φοβησμενο το πουλακι μου,
πάνω στα παγωμενα μαρμαρα της σκαλας,
ουτε και ξερω τι σκέψεις θα πέρασαν απο το μυαλουδακι του.
Οταν την αγκαλιασα και την πήρα μέσα, το κορμακι της ήταν παγωμενο.
Εβαλα σε λειτουργία το σεσουάρ για να ζεστανω τα ποδια της που ηταν παγακια.
Κλαίγαμε και οι δυό απαρηγόρητες.
Πέρασε πολύ ώρα για να συνέλθουμε μανα και κόρη.
Τι έκανα στο μωρό μου;
Σκεφτόμουνα τον πανικό της, να χτυπαει κλειστες πορτες,
να παγωνουν τα ποδαρακια της και τρελλαινόμουν.
Πως αφησα να γίνει τετοιο πραμα;
Τι δολοφονική αμέλεια ηταν αυτή; Εγώ κόντεψα να το σκοτώσω το παιδί μου.
Τι να λέω, δραματικες στιγμες.
Φυσικά και δεν είπα τίποτα για τα κατορθώματα μου.
Ηρεμήσαμε και το μωρό σαν μωρό, ξεχασε και συγχώρεσε...ελπίζω.
Τις επόμενες μέρες αφουγκραζόμουν τον ηχο της αναπνοής της, τον παραμικρό βήχα,
μήπως εχει πυρετό, ευτυχως τίποτα, την γλυτώσαμε την πνευμονια.
Μόνο μετα απο πολύ καιρό, το είπα σε φίλες μου και οχι στον Ν.
Με βρίζει που μου αρεσει ο ύπνος, ασε μη χειροτερευω τη θεση μου.
Αλλα και τώρα καπου καπου,
οταν το θυμαμαι, ενα αγκαθι σαν να τρυπαει την καρδιά μου,
και το στομαχι μου ερχεται στο στόμα.